ηριγέρων

ηριγέρων
(erigeron). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, που αριθμεί περισσότερα από 170 είδη (μονοετή, διετή και πολυετή), τα περισσότερα από τα οποία είναι διακοσμητικά. Έχουν μικρά γλωσσωτά λουλούδια σε άσπρο, ροζ ή κόκκινο χρώμα και μαλακά φύλλα. Απαντούν άφθονα στη Βόρεια Αμερική, ενώ στην ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνονται κυρίως έξι είδη: η. ο ούλος (σε αγρούς και άγονα μέρη της Αττικής, της Πελοποννήσου, της Θεσσαλίας, της Αιτωλίας και της Κρήτης), η. ο καναδικός (στη Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο κ.α.), η. ο πολύμορφος (στην Ήπειρο), η. ο δριμύς (στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία, στην Αχαΐα και στην Κέρκυρα), η. ο ηπειρωτικός (στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία) και η. ο άλπειος (στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία και στην Αιτωλία). Άνθη φυτού του είδους ηριγέρων.
* * *
ἠριγέρων, ό (Α)
(για βότανο με άσπρο χνούδι) αυτός που γέρασε νωρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + γέρων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἠριγέρων — early old masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠριγέροντα — ἠριγέρων early old masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠριγέροντι — ἠριγέρων early old masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠριγέροντος — ἠριγέρων early old masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρι — (Erie). Τοπωνύμια των ΗΠΑ. Βλ. λ. Ίρι. * * * ἦρι (Α) επίρρ. 1. νωρίς, πρωί πρωί 2. κατά το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἤερι, με συναίρεση < (τοπική πτώση) *ἄιερι < ΙE *aier «μέρα πρωί» (πρβλ. άρι στον). Η λ. συνδέεται με ayarә, γεν. ayan, γοτθ.… …   Dictionary of Greek

  • ακανθίς — Βλ. λ. καρδερίνα. * * * ἀκανθὶς ( ίδος), η (Α) 1. η καρδερίνα (Carduelis carduelis) 2. φυτό, που ονομαζόταν από τους αρχαίους και ἠριγέρων ονομασίες τού φυτού Σενέκιο (Καλλ. παρά Πλίν. Nat. Hist. 25, 168) 3. στον Γαλ. 17, 666 βρίσκεται με τη… …   Dictionary of Greek

  • γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • ερεχθίτις — ἐρεχθῑτις, ἡ (Α) 1. το φυτό αριστολόχεια* ἢ αριστολοχ(ε)ία η στρογγύλη 2. το ποώδες φυτό ἠριγέρων* …   Dictionary of Greek

  • μαρτιάτικος — η, ο και μαρτιανός, ή, ό [Μάρτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Μάρτιο («μαρτιάτικη μέρα») 2. το ουδ. ως ουσ. το μαρτιάτικο βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Erigeron crispus, τού γένους Ηριγέρων, καθώς και τού φυτού Senecio vulgaris,… …   Dictionary of Greek

  • Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”